κάρδος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἡ, = κάκτος, Ath.2.70e.
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, das röm. carduus, Ath. II, 70 e.
Greek Monolingual
η (Α κάρδος)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών συνθέτων, κν. γαϊδουράγκαθο
αρχ.
κάκτος, φραγκοσυκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardu(u)s «γαϊδουράγκαθο»].