κάρδος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδος Medium diacritics: κάρδος Low diacritics: κάρδος Capitals: ΚΑΡΔΟΣ
Transliteration A: kárdos Transliteration B: kardos Transliteration C: kardos Beta Code: ka/rdos

English (LSJ)

ἡ, = κάκτος, Ath.2.70e.

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, das röm. carduus, Ath. II, 70 e.

Greek Monolingual

η (Α κάρδος)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών συνθέτων, κν. γαϊδουράγκαθο
αρχ.
κάκτος, φραγκοσυκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardu(u)s «γαϊδουράγκαθο»].