καθάπαξ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
[ᾰπ], Adv.
A once for all, Od.21.349, D.18.231, Phld.D.3 Fr.23, Jul.Or.2.70c; out-and-out, absolutely, οἱ κ. ἐχθροί D.18.197; κ. ἄτιμ ος γέγονεν Id.21.87, cf. 25.30; κ. σπουδαῖος, opp. κατά τι, Phld. Po.5.16, cf. Ph.2.6; opp. πρός τι, Archig. ap. Gal.8.626; οἱ κ. μὴ συναπ τόμενοι not at all, Ocell.4.4; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν D.19.118; οὐδὲ κ. not even once, Plb.1.2.6, 1.20.12, etc.; οὐδὲ τὸ κ. S.E.M. 11.97; πάντως δ', οὐ κ. not merely in a single case, Demetr.Lac.Herc. 1055.22; singly, Plb.3.90.2.
II each time, = ἑκάστοτε, PMag.Par.1.326.
German (Pape)
[Seite 1280] ein für allemal, ganz und gar, Od. 21, 349 u. sonst; οὕτω κ. πέπρακεν ἑαυτόν Dem. 19, 118; Folgde; οὐδὲ καθάπαξ, auch nicht einmal, Pol. 1, 2, 6 u. öfter, u. a. Sp.; οὐδὲ τὸ κ. S. Emp. adv. math. 11, 97.
French (Bailly abrégé)
adv.
une fois pour toutes.
Étymologie: κατά, ἅπαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθάπαξ [κατά, ἅπαξ] adv., eens en voor al, geheel en al:. καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι (de boog) eens en voor al aan de vreemdeling schenken Od. 21.349; οἱ καθάπαξ ἐχθροί de gezworen vijanden Dem. 18.197.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθάπαξ: adv. раз навсегда, совсем, полностью Hom., Dem.: οὐδὲ κ. Polyb. ни одного даже разу; οὐ τὸ κ. Sext. нисколько (не); ἀεὶ κ. Arst. решительно всегда.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
καθάπαξ (AM)
επίρρ.
1. μια για πάντα («καθάπαξ τινῶν κύριος κατέστη», Δημοσθ.)
2. γενικώς, απολύτως, ολοσχερώς, πέρα για πέρα («οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
3. καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς
4. μεμονωμένα, ιδιαιτέρως («οὐδὲ χωρίζεσθαι καθάπαξ», Πολ.)
5. πάπ. κάθε φορά, εκάστοτε
6. φρ. «οὐδὲ καθάπαξ» — ούτε μία φορά (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἅπαξ «μια φορά»].
Greek Monotonic
καθάπαξ: επίρρ., άπαξ, δια παντός, μια και καλή, σε Ομήρ. Οδ., Δημ.· έπειτα όπως το ἁπλῶς, μια και καλή, για τα καλά, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
καθάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ διὰ παντός, Ὀδ. Φ. 349, Δημ. 304. 22· - ἀκολούθως ὡς τὸ ἁπλῶς, ἅπαξ διὰ παντός, «μιὰ φορά», οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. 294. 11· τοῖς καθάπαξ ἀτίμοις ὁ αὐτ. 779. 6· οὕτω καθ. πέπρακεν ἑαυτὸν 377. 7, πρβλ. 542. 24· - οὐδὲ καθάπαξ, οὐδὲ ἅπαξ, Πολύβ. 1. 2, 6., 20, 12, κτλ.
Middle Liddell
once for all, Od., Dem.:—then, like ἁπλῶς, once for all, absolutely, Dem.