καθελεῖν
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
German (Pape)
[Seite 1283] s. καθαιρέω.
Greek Monotonic
καθελεῖν: αόρ. βʹ του καθαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθελεῖν: inf. aor. 2 к καθαιρέω.