καλάμινθος
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ἡ, (μίνθα) catmint, catnip, catwort, mint, Nic.Th.60.
German (Pape)
[Seite 1307] ἡ, ein Kraut, (schöne) Münze, Nic. Th. 60. Davon
Greek Monolingual
ο (Α καλάμινθος)
η καλαμίνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. καλαμίνθη].