καλαισθητικός
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία («καλαισθητική κρίση»)
2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαίσθητος («καλαισθητική διακόσμηση»)
3. το θηλ. ως ουσ. η καλαισθητική
η φιλοσοφική εποπτεία του καλού, δηλ. του ωραίου στην τέχνη, αλλ. αισθητική, καλολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σοφοκλή Κωνστ. Οικονόμο].