καλολογία
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, = καλλιλογία, Hesych.
Greek Monolingual
η (Μ καλολογία) καλολογώ
το να εκφράζεται κάποιος κομψά και με γλαφυρότητα
νεοελλ.
επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη σπουδή και τη διδασκαλία του καλού, δηλ. του ωραίου, αλλ. αισθητική.