καλαμαία
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sauterelle, insecte.
Étymologie: καλαμαῖος.
Greek Monotonic
καλαμαία: ἡ (καλάμη), είδος ακρίδας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμαία: ἡ (sc. ἀκρις или μάντις) тростниковый кузнечик, предполож. богомол (Mantis religiosa L) Theocr.
Middle Liddell
καλαμαία, ἡ, καλάμη
a kind of grasshopper, Theocr.