καλαμογλύφος

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμογλύφος Medium diacritics: καλαμογλύφος Low diacritics: καλαμογλύφος Capitals: ΚΑΛΑΜΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: kalamoglýphos Transliteration B: kalamoglyphos Transliteration C: kalamoglyfos Beta Code: kalamoglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ον, making pens, EM485.35.

German (Pape)

[Seite 1307] Rohrfedern schneidend, E. M. 485, 35.

Greek Monolingual

καλαμογλύφος, -ον (Α)
αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθογλύφος, τοκογλύφος].