καληώρα
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
καληώρα (Μ)
νεοελλ.
ευχετική επιφωνηματική έκφραση («να είναι καλή η ώρα μου, σου, του» κ.λπ.) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη ενέργεια ή ένα γεγονός που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή κατά ευτυχή σύμπτωση («κέρδισες τη δίκη, όπως καληώρα ο πατέρας σου τότε» ή και «ο πατέρας σου τότε είχε κερδίσει τη δίκη, όπως καληώρα κι εσύ τώρα»)
μσν.
(με γεν. προσ. και το αναφ. [ὁ]πού, ἁπού κ.λπ.) ευτυχισμένος εκείνος που... («καληώρα κείνου του θνητού ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει 'ς τοῦτον τὸν ἄγριον ποταμόν, ὁποὺ ζωὴν τὸν λέγουν», Κυπρ. ερωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή(ν) ώρα].