καλιστρέω
From LSJ
English (LSJ)
= καλέω, D.47.60 (restored fr. Harp.s.v. ἐκαλίστρουν), Call.Dian.67, Cer.98.
German (Pape)
[Seite 1309] verstärktes καλέω (vgl. βωστρέω u. βοάω), Callim. Dian. 67 Cer. 98.
Greek (Liddell-Scott)
καλιστρέω: μέλλ. -ήσω, Ἐπικ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ καλέω, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 67, εἰς Δήμ. 97· ― «ἐκαλίστρουν· Δημοσθένης ἐν τῷ κατ’ Εὐέργου καὶ Μνησιβόλου, εἰ γνήσιος. Ἰακὸν δέ ἐστι, καὶ τάχ’ ἂν εἴη Δεινάρχου· καὶ οὗτος γὰρ ξενικοῖς ὀνόμασι χρῆται» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἐκαλίστρουν.
Frisk Etymological English
See also: s. καλέω.
Frisk Etymology German
καλιστρέω: {kalistréō}
See also: s. καλέω.
Page 1,764