καλοζώ

From LSJ

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source

Greek Monolingual

1. ζω με ευμάρεια και ευτυχία, χωρίς στερήσεις, καλοπερνώ
2. παρέχω σε κάποιον ευμάρεια, του διαθέτω άφθονα τα προς το ζην, συντηρώ, διατρέφω κάποιον πλουσιοπάροχα («αυτόν τον γέρο τον καλοζούν τα παιδιά του»).