Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
καλούπι
1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ
2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ.
3. μτφ. απατώ, εξαπατώ
4. (με αισχρή σημ.) καβαλώ.