καματουργία
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
German (Pape)
[Seite 1316] ἡ, mühsame Arbeit, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰτουργία: ἡ, ἐργασία καματηρά, κοπῶδες ἔργον, Ἐπιφάν. Π. 761C.
Greek Monolingual
καματουργία, ἡ (Α)
επίπονη εργασία, κοπιαστικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι-ουργία, ιερουργία].