καμηλοσφαγώ

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

καμηλοσφαγῶ, -έω (Α)
σφάζω, θυσιάζω καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -σφαγῶ (< -σφαγος < σφάζω), πρβλ. ανθρωποσφαγώ, ταυροσφαγώ].