καμηλοσφαγώ

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

καμηλοσφαγῶ, -έω (Α)
σφάζω, θυσιάζω καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -σφαγῶ (< -σφαγος < σφάζω), πρβλ. ανθρωποσφαγώ, ταυροσφαγώ].