καπήλευμα

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

German (Pape)

[Seite 1322] τό, Betrügerei, Verfälschung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καπήλευμα: τό, νόθευσις, νοθεία, γλεύκους Εὐστ. Πονημάτ. 259. 23.

Greek Monolingual

το (Μ καπήλευμα) καπηλεύω
νόθευση, νοθεία.