καπναποθήκη

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η
η αποθήκη φύλλων καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].