καρδιαλγικός
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
καρδιαλγική, καρδιαλγικόν, afflicted with heartburn, Hp.Epid.3.17.ί.
German (Pape)
[Seite 1326] ή, όν, an Magenschmerzen leidend, Hippocr.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καρδιαλγικός, -ή, -όν καρδιαλγία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιαλγία
2. αυτός που πάσχει από καρδιαλγία
αρχ.
αυτός που πάσχει από στομαχόπονο, ο στομαχικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρδιαλγικός -ή -όν [καρδιαλγής] lijdend aan brandend maagzuur.