καρκινολογικός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρκινολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinological < carcinolog- (πρβλ. καρκινολογία) + -ical (< λατ. -icalis), που στην ελλ. αποδίδεται με την -ικός].