καρφεῖα

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφεῖα Medium diacritics: καρφεῖα Low diacritics: καρφεία Capitals: ΚΑΡΦΕΙΑ
Transliteration A: karpheîa Transliteration B: karpheia Transliteration C: karfeia Beta Code: karfei=a

English (LSJ)

τά, ripe fruit or (as Sch.) chips, κέδρου Nic.Al.118.

Greek (Liddell-Scott)

καρφεῖα: τά, ὥριμος καρπός, καρφεῖα… κέδρου, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «τὰ ψήγματα δὲ τῆς κέδρου κεδρία λέγει κάρφη» Νικ. Ἀλεξιφ. 118.

Greek Monolingual

καρφεῖα, τὰ (Α)
1. ώριμος καρπός
2. κομμάτια ξύλου που σχίζονται ή κόβονται από πελέκηση μεγαλύτερου τεμαχίου ξύλου, οι παρασχίδες, τα πελεκούδια («καρφεῖα κέδρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ιερατείον, σκαφείον)].