κασταναϊκός
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
v. κάστανα.
Greek Monolingual
κασταναϊκός, -όν (Α)
φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» — το κάστανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + -ικός (πρβλ. αρχαϊκός, υμεναϊκός)].
Russian (Dvoretsky)
καστᾰνᾰϊκός: каштановый: κασταναϊκὸν κάρυον Diod. каштан.