καστάναιον
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
German (Pape)
[Seite 1333] τό, die Kastanie, gew. im plur., Sp., auch καστάνια u. καστάνεια als v. l.
Greek Monolingual
καστάναιον, τὸ (Α)
επιγρ. στον πληθ. τὰ καστάναια
τα κάστανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + -αιον (πρβλ. κεφάλαιον, κώπαιον)].