κατάγλυφος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ον, carved, σοροί Judeich Altertümer von Hierapolis 323.
Greek Monolingual
κατάγλυφος, -ον (Α) καταγλύφω
ο γεμάτος γλυπτές διακοσμήσεις.