κατάλαβρος
From LSJ
English (LSJ)
κατάλαβρον, strengthened for λάβρος, Eup.293.
German (Pape)
[Seite 1358] verstärktes simplex, Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1269.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλαβρος: -ον, ἐπιτεταμέν. ἀντὶ τοῦ λάβρος, Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 9.
Greek Monolingual
κατάλαβρος, -ον (Α)
πολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λάβρος «ορμητικός»].