καταγηρασμός

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγηρασμός Medium diacritics: καταγηρασμός Low diacritics: καταγηρασμός Capitals: ΚΑΤΑΓΗΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katagērasmós Transliteration B: katagērasmos Transliteration C: katagirasmos Beta Code: kataghrasmo/s

English (LSJ)

ὁ, old age, Hippiatr.13.

German (Pape)

[Seite 1342] ὁ, das Alter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταγηρασμός: οῦ,ὁ, γῆρας, γεροντικὴ ἡλικία, Ἱππιατρ. σ. 53.

Greek Monolingual

καταγηρασμός, ὁ (Μ) καταγηράσκω
η γεροντική ηλικία.