καταδέρκομαι
English (LSJ)
aor.1 κατεδέρχθην S.Tr.999 (anap.): aor. 2 κατέδρᾰκον Opp.H.1.10 (tm.):—poet. for καθοράω, look down upon, αὐτοὺς Ἠέλιος… καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν Od.11.16; μανίας ἄνθος καταδερχθῆναι S.l.c., cf. Lyr.Adesp.87; ἐπὶ Χθόνα κ. ἀκτίνεσσι h.Cer.70.
German (Pape)
[Seite 1345] (s. δέρκομαι), herabsehen, herabschauen, οὐδέ ποτ' αὐτοὺς Ἠέλιος καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν Od. 11, 16, er schau't mit den Strahlen nicht auf sie herab, erblickt sie nicht; πᾶσαν ἐπὶ χθόνα H. h. Cer. 70; μανίας ἄνθος καταδερχθείς Soph. Tr. 995; sp. D., wie Man. 6, 284; κατὰ δ' ἔδρακον Opp. Hal. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
f. καταδέρξομαι, ao. κατεδέρχθην;
regarder d'en haut.
Étymologie: κατά, δέρκομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δέρκομαι, poët. neerkijken op.
Russian (Dvoretsky)
καταδέρκομαι: (aor. 1 κατεδέρχθην; эп. 2 л. sing. praes. καταδέρκεαι) сверху смотреть, взирать, созерцать, озирать (ποτί τινα Hom.; Κιμμερίους, ἐπὶ χθόνα καὶ κατὰ πόντον HH; μανίας ἄνθος Soph.).
English (Autenrieth)
English (Slater)
καταδέρκομαι behold c. acc. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν (N. 4.23)
Greek Monolingual
καταδέρκομαι (Α)
βλέπω από ψηλά, αγναντεύω («ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].
Greek Monotonic
καταδέρκομαι: αόρ. αʹ κατεδέρχθην· αποθ.· κοιτώ προς τα κάτω, επάνω σε, ρίχνω το βλέμμα μου επάνω σε, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταδέρκομαι: ἀόρ: α' κατεδέρχθην Σοφ.: ἀόρ. β' κατέδρᾰκον Ὀππ. Ἁλ. 1. 10· ἀποθ. Ποιητ. ἀντὶ καθοράω, αὐτοὺς Ἠέλιος… καταδέρκεται ἀκτίνεσσι Ὀδ. Λ. 16· μανὶας ἄνθος καταδερχθῆναι Σοφ. Τρ. 1000, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 661· ὡσαύτως, ἐπὶ χθόνα καὶ κατὰ πόντον αἰθέρος ἐκ δίης καταδέρκεαι ἀκτίνεσσι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 70.