καταθείομαι
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
German (Pape)
[Seite 1348] = κατάθωμαι, conj. aor. II. med. von κατατίθημι. Eben so καταθείομεν für καταθῶμεν.
French (Bailly abrégé)
sbj. ao.2 Moy. poét. de κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.
Greek Monotonic
καταθείομαι: Επικ. αντί κατα-θέωμαι, -θῶμαι, υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του κατα-τίθημι· καταθείομεν, αντί κατα-θέωμεν, -θῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ.
Russian (Dvoretsky)
καταθείομαι: эп. (= καταθῶμαι) aor. 2 conjct. med. к κατατίθημι.