κατακέρασις

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακέρᾰσις Medium diacritics: κατακέρασις Low diacritics: κατακέρασις Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΣΙΣ
Transliteration A: katakérasis Transliteration B: katakerasis Transliteration C: katakerasis Beta Code: katake/rasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, process of mixing, κατακεράσει αὐξάνεται Arist.GA723a18.

German (Pape)

[Seite 1352] ἡ, Mischung, Temperatur, Arist. gen. anim. 1, 18.

Russian (Dvoretsky)

κατακέρᾰσις: εως ἡ примешивание (воды), разбавление (sc. τοῦ οἴνου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατακέρᾰσις: -εως, ἡ, μῖξις, ἀνάμιξις, κατακεράσει αὐξάνεται, οἷον οἶνος ὕδατος προσεγχυθέντος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 18.

Greek Monolingual

κατακέρασις, -άσεως, ἡ (Α) κατακεράννυμι
ανάμιξη.