νομισματικός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek (Liddell-Scott)
νομισμᾰτικός: -ή, -όν, ἐκ χρημάτων, εἰς χρήματα, χρηματικός, δόσεις νομισματικὰς Εὐσταθ. Πονημάτ. 153. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ νομισματικός, -ή, -όν) νόμισμα
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νόμισμα
2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματική
κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών αρχαίων νομισμάτων και μεταλλίων
3. φρ. α) «νομισματική ανάλυση» — η συστηματική στατιστική παρακολούθηση τών.διαταραχών τις οποίες εμφανίζει η νομισματική κυκλοφορία σε μία χώρα και η αναζήτηση τών αιτίων της με σκοπό την έγκαιρη παρέμβαση για αποτροπή πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία
β) «νομισματική μονάδα» — η επίσημη οικονομική μονάδα μιας χώρας, το επίσημο νόμισμα μιας χώρας
γ) «νομισματικά αποθέματα» — ποσότητα χρυσού και συναλλάγματος που κατέχει η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας ως κάλυμμα του χαρτονομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία
δ) «νομισματική κρίση» — η διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ τών αναγκών μιας χώρας σε νομίσματα και της παραγωγής η οποία συνεπάγεται διαταραχή της εξωτερικής ισοτιμίας τους
ε) «νομισματική πολιτική» — τα μέτρα που λαμβάνονται από μια κυβέρνηση για τον επηρεασμό της οικονομικής δραστηριότητας μέσω χειρισμού της προσφοράς του χρήματος, της πίστης και τών επιτοκίων σε συνδυασμό με τα δημοσιονομικά μέτρα για την επίτευξη ορισμένων στόχων, όπως είναι λ.χ. η οικονομική ανάπτυξη, η πλήρης απασχόληση, η σταθεροποίηση τών τιμών κ.ά.
στ) «νομισματικό σύστημα» — το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν την κοπή, την έκδοση και την κυκλοφορία νομισμάτων, τους οποίους ένα κράτος επιβάλλει ως υποχρεωτικούς για τη διενέργεια τών συναλλαγών
μσν.
αυτός που αποτελείται από νομίσματα, ο χρηματικός.
επίρρ...
νομισματικώς
από νομισματική άποψη.