καταλιπαρῶ, -έω (Α)παρακαλώ θερμά, ικετεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»].