καταμαργέω
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
Ionic for καταμαργάω.
French (Bailly abrégé)
καταμαργῶ :
seul. part. prés.
avoir l'esprit égaré.
Étymologie: ion. p. *καταμαργάω, de κατά, μαργάω.
German (Pape)
ion. = καταμαργάω.
Russian (Dvoretsky)
καταμαργέω: безумствовать, неистовствовать: φθόνῳ καταμαργέων Her. вне себя от зависти.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μαργέω, Ion., razend zijn:. φθόνῳ van afgunst Hdt. 8.125.1.