καταμπίσχω
From LSJ
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
English (LSJ)
v. καταμπέχω.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. ἀμπίσχω), = Vorigem, εὔψυχον ἄνδρα κούρῃ καταμπίσχουσι χθονί Eur. Hel. 859.
Greek Monolingual
καταμπίσχω (Α)
βλ. καταμπέχω.
Russian (Dvoretsky)
καταμπίσχω: = καταμπέχω: κ. τινὰ χθονί Eur. хоронить кого-л.