καταριθμώ

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

(AM καταριθμῶ, -έω)
αριθμώ με ακρίβεια, μετρώ ένα προς ένα, απαριθμώ
νεοελλ.
καταγράφω σε κατάλογο