εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: κατηγᾰ́θεος | Medium diacritics: κατηγάθεος | Low diacritics: κατηγάθεος | Capitals: ΚΑΤΗΓΑΘΕΟΣ |
Transliteration A: katēgátheos | Transliteration B: katēgatheos | Transliteration C: katigatheos | Beta Code: kathga/qeos |
[γᾰ], κατηγάθεον, divine, sacred, strengthened for ἠγάθεος, epithet of Zeus, Antioch. Astr.in Cat.Cod.Astr.1.109.
κατηγάθεος, ον (Α)
(επιτ. τ. του ηγάθεος) επίθ. του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἠγάθεος «πολύ ιερός»].