καυθμός
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ὁ,
A burning, scorching, esp. a disease in trees, produced by keen winds, Thphr. HP 4.14.11, CP5.12.4.
II firewood, PPetr. 3p.327 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1407] ὁ, das Brennen, der Brand, bes. als eine Krankheit der Bäume, Theophr., καυσθμός ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
καυθμός: καύσιμον, καῦμα, ἰδίως νόσος τις τῶν δένδρων προξενουμένη ὑπὸ ψυχροῦ ἀνέμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 11, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 4.
Greek Monolingual
καυθμός, ὁ (Α) καίω
1. νόσος δέντρου που προξενείται από ψυχρό άνεμο
2. τα καυσόξυλα.