καυθμός

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυθμός Medium diacritics: καυθμός Low diacritics: καυθμός Capitals: ΚΑΥΘΜΟΣ
Transliteration A: kauthmós Transliteration B: kauthmos Transliteration C: kafthmos Beta Code: kauqmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A burning, scorching, esp. a disease in trees, produced by keen winds, Thphr. HP 4.14.11, CP5.12.4.
II firewood, PPetr. 3p.327 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, das Brennen, der Brand, bes. als eine Krankheit der Bäume, Theophr., καυσθμός ist f. L.

Greek (Liddell-Scott)

καυθμός: καύσιμον, καῦμα, ἰδίως νόσος τις τῶν δένδρων προξενουμένη ὑπὸ ψυχροῦ ἀνέμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 11, π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 4.

Greek Monolingual

καυθμός, ὁ (Α) καίω
1. νόσος δέντρου που προξενείται από ψυχρό άνεμο
2. τα καυσόξυλα.