καυτήριο

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) καυτήρ
πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῖς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια
δραστικές χημικές ουσίες που τοποθετούνται σε διάφορα μέρη του σώματος, επενεργούν καυστικώς και επιφέρουν χημικές αλλοιώσεις τών ιστών
2. χημικό μέσο με το οποίο γίνεται ιατρική καυτηρίαση
3. μτφ. μέσο σφοδρής επίκρισης, στηλίτευσης, στιγματισμού
μσν.
κάμινος, φούρνος
αρχ.
το σημάδι που έχει γίνει με καυτηριασμό, το στίγμα («το τε καυτήριον φυλάξαι καὶ τοὔνομα τῷ γένει τῶν ἵππων», Στράβ.).