κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
κελαινῶ, -όω (Α) κελαινός1. κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω2. παθ. κελαινοῦμαι, -όομαιγίνομαι μαύρος, μαυρίζω.