κενεήφατος

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

κενεήφατος, -ον (Α)
μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -φατος (< θ. φα- πρβλ. φά-σις του φημί), πρβλ. νεήφατος, παλαίφατος].