κενοβουλία

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, leerer, nichtiger Rat, Cyrill.

Greek (Liddell-Scott)

κενοβουλία: ἡ, ματαία σκέψις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κενοβουλία, ἡ (Α)
το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -βουλία (< -βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυβουλία, ορθοβουλία].