κενοσπουδία
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἡ, zealous pursuit of frivolities, D.H.6.70, D.L.6.26; πομπῆς κ. M.Ant.7.3.
German (Pape)
[Seite 1417] ἡ, das ernste Betreiben leerer u. nichtiger Dinge, nach Suid. κενὴ σπουδή; D. Hal. 6, 70 u. a. Sp.
Greek Monolingual
κενοσπουδία, ἡ (Α) κενόσπουδος
η ασχολία με μάταια και μηδαμινά πράγματα.
Russian (Dvoretsky)
κενοσπουδία: ἡ погоня за пустяками Diog. L.