κεντρίτις

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek Monolingual

κεντρῑτις, ἡ (Α) κέντρον
1. η θέση του σώματος του αλόγου όπου γινόταν παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας
2. φρ. «κεντρῖτις βοτάνη» — μαγικό βότανο πάπ..