Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεντρίτις

From LSJ

Greek Monolingual

κεντρῑτις, ἡ (Α) κέντρον
1. η θέση του σώματος του αλόγου όπου γινόταν παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας
2. φρ. «κεντρῖτις βοτάνη» — μαγικό βότανο πάπ..