κεντρώος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός τόπου, μιας περιοχής ή ηπείρου («κεντρώα Αφρική»)
2. (το αρσ. και ως ουσ.) αυτός που η πολιτική ιδεολογία του δεν έχει αριστερή ή δεξιά κατεύθυνση, αλλά ανήκει στο κέντρο τών δύο ακραίων παρατάξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].