κενόσοφος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
German (Pape)
[Seite 1417] von leerer, eingebildeter Weisheit.
Greek (Liddell-Scott)
κενόσοφος: -ον, ὁ περὶ τὰ μάταια σοφός, Γρηγ. Ναζ.· πρβλ. ματαιόσοφος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κενόσοφος, -ον)
ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρόσοφος, φιλόσοφος].