κενόσοφος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

German (Pape)

[Seite 1417] von leerer, eingebildeter Weisheit.

Greek (Liddell-Scott)

κενόσοφος: -ον, ὁ περὶ τὰ μάταια σοφός, Γρηγ. Ναζ.· πρβλ. ματαιόσοφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κενόσοφος, -ον)
ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρόσοφος, φιλόσοφος].