κενόσοφος

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

German (Pape)

[Seite 1417] von leerer, eingebildeter Weisheit.

Greek (Liddell-Scott)

κενόσοφος: -ον, ὁ περὶ τὰ μάταια σοφός, Γρηγ. Ναζ.· πρβλ. ματαιόσοφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κενόσοφος, -ον)
ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρόσοφος, φιλόσοφος].