κεράσχειλος

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράσχειλος Medium diacritics: κεράσχειλος Low diacritics: κεράσχειλος Capitals: ΚΕΡΑΣΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: keráscheilos Transliteration B: kerascheilos Transliteration C: kerascheilos Beta Code: kera/sxeilos

English (LSJ)

κεράσχειλον, with curvedlips, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κεράσχειλος: -ον, ὁ ἐπικαμπῆ ἔχων τὰ χείλη, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κεράσχειλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεράσχειλοι, οἱ ἐπικαμπῆ ἔχοντες τὰ χείλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώχειλος, ονόχειλος].