κεράσχειλος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
κεράσχειλον, with curvedlips, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κεράσχειλος: -ον, ὁ ἐπικαμπῆ ἔχων τὰ χείλη, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κεράσχειλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεράσχειλοι, οἱ ἐπικαμπῆ ἔχοντες τὰ χείλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -χειλος (< χεῖλος), πρβλ. λαγώχειλος, ονόχειλος].