κεραΐτης
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = Lat. cornicularius, Lyd.Mag.3.3.
Greek Monolingual
κεραΐτης, ὁ (Α) κέρας
στρατιώτης που πήρε τιμητική διάκριση.