κερατοποιός

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτοποιός Medium diacritics: κερατοποιός Low diacritics: κερατοποιός Capitals: ΚΕΡΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keratopoiós Transliteration B: keratopoios Transliteration C: keratopoios Beta Code: keratopoio/s

English (LSJ)

κερατοποιόν, gloss on κεραοξόος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1422] Horn bearbeitend, Sp.; das verb. κερατοποιέω, Hörner machen, Schol. Arat. 48.

Greek (Liddell-Scott)

κερατοποιός: -όν, κεραοξόος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερατοποιός, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κεραοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ποιός (< ποιῶ)].