δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
κερατῶπις, -ίδος, ἡ (Α)αυτή που έχει σχήμα κέρατος, η κερατοειδής («κερατῶπις σελήνη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῶπις (< θ. -ωπι «όψη» όπως στο ὄπωπα), πρβλ. βοῶπις, γλαυκῶπις].