κερατώπις

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77

Greek Monolingual

κερατῶπις, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σχήμα κέρατος, η κερατοειδήςκερατῶπις σελήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῶπις (< θ. -ωπι «όψη» όπως στο ὄπωπα), πρβλ. βοῶπις, γλαυκῶπις].