κερατῶπις
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ιδος, ἡ, horned-looking, μήνη Man.4.91.
German (Pape)
[Seite 1422] ιδος, ἡ, mit gehörntem Antlitz, Μήνη Maneth. 4, 91.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτῶπις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα τὸ σχῆμα κέρατος, σελήνη Μανέθων 4. 91.
Spanish
que tiene cuernos en su rostro
Greek Monolingual
κερατῶπις, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σχήμα κέρατος, η κερατοειδής («κερατῶπις σελήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῶπις (< θ. -ωπι «όψη» όπως στο ὄπωπα), πρβλ. βοῶπις, γλαυκῶπις].
Léxico de magia
ἡ que tiene cuernos en su rostro de Selene δεῦρ' ἴθι μοι, κερατῶπι, φαεσφόρε, ταυρεόμορφε ven junto a mí, tú que tienes cuernos en tu rostro, portadora de luz, tauriforme P IV 2548