κεραυνοβόλημα
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
Greek Monolingual
το
η κεραυνοβόληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Φεραίο].