κερόχρυσος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1425] goldgehörnt, μόσχοι Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

κερόχρῡσος: -ον, ἔχων χρυσᾶ κέρατα, Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 354.

Greek Monolingual

κερόχρυσος, -ον (Α)
αυτός που έχει χρυσά κέρατα, χρυσοκέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -χρυσός (< χρυσός), πρβλ. αμμόχρυσος, κνησίχρυσος].