κνησίχρυσος
From LSJ
English (LSJ)
κνησίχρυσον, scraping gold, ῥίνη AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1460] Gold reibend, heißt die Feile, ῥίνη, Philp. 16 (VI, 92).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge l'or.
Étymologie: κνάω, χρυσός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνησίχρυσος -ον [κνάω, χρυσός] goud schrapend.
Russian (Dvoretsky)
κνησίχρῡσος: (ῑ) стирающий золото (ῥίνη Anth.).
Greek Monolingual
κνησίχρυσος, -ον (Α)
φρ. «ῥίνη κνησίχρυσος» — λίμα με την οποία ο χρυσοχόος ξύνει το χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνησι- (< κνώ «ξύνω») + -χρυσος < χρυσός), πρβλ. αργυρόχρυσος, επίχρυσος].
Greek Monotonic
κνησίχρῡσος: -ον, αυτός που διαβρώνει ή ροκανίζει το χρυσάφι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κνησίχρῡσος: -ον, ὁ ξέων, ῥινίζων τὸν χρυσόν, ῥίνη κνησίχρυσος Ἀνθ. Π. 6. 92.